λανθάνουσα θερμότητα

λανθάνουσα θερμότητα
Όρος της φυσικής. Αν θεωρήσουμε ένα θερμοδυναμικό σύστημα σε ισορροπία, που αποτελείται από δύο φάσεις (για παράδειγμα, υγρή-αέρια) της ίδιας θερμοκρασίας, μπορούμε με κατάλληλες ενέργειες –προσφορά θερμότητας– να προκαλέσουμε τη μετατροπή της μίας φάσης στην άλλη. Σε περίπτωση που κατορθώσουμε, παράλληλα με τη μεταβολή, να διατηρήσουμε σταθερή τη θερμοκρασία του συστήματος, καλούμε την ποσότητα της θερμότητας αυτής που προκάλεσε την αλλαγή φάσης λ.θ. Ειδικότερα, στην ισορροπία υγρού-αερίου μπορούμε να προκαλέσουμε τη μετατροπή ενός μέρους του υγρού σε ατμό με αύξηση του όγκου. Για να διατηρηθεί όμως σταθερή η θερμοκρασία, απαιτείται η προσφορά θερμότητας η οποία, εάν λάβει χώρα υπό σταθερή θερμοκρασία, καλείται λ.θ. εξαέρωσης. Συνήθως, αναφέρεται ως ποσό θερμότητας ανά γραμμομόριο (οπότε καλείται γραμμομοριακή) ή ανά γραμμάριο (οπότε καλείται ειδική). Μια άλλου είδους λ.θ., που αυτή τη φορά δεν προσφέρεται στο σύστημα αλλά αποδίδεται από αυτό στο περιβάλλον, είναι η λεγόμενη λ.θ. κρυσταλλοποίησης. Αυτή εκλύεται στο περιβάλλον κατά τη μετάβαση, υπό συγκεκριμένη θερμοκρασία, ενός σώματος από την υγρή στη στερεά κατάσταση. Τέλος, ορίζουμε, με το ίδιο σκεπτικό, τη λ.θ. συμπύκνωσης κατά τη μετάβαση ενός σώματος από την αέρια κατάσταση στη στερεά, χωρίς όμως αυτό να περνά από την υγρή. Είναι προφανές ότι η λ.θ. συμπύκνωσης είναι πάντα μεγαλύτερη από τη λ.θ. κρυσταλλοποίησης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας …   Dictionary of Greek

  • εξάτμιση — Μετατροπή μιας ουσίας από την υγρή κατάσταση σε αυτήν του ατμού. Το φαινόμενο της ε. διαφέρει από το φαινόμενο του βρασμού, γιατί η ε. συντελείται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, αφορά μόνο την επιφάνεια του υγρού και είναι ανάλογη με αυτήν. Όσο πιο… …   Dictionary of Greek

  • τήξη — Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του στερεού στην κατάσταση του υγρού. Κάθε ουσία κάτω από σταθερή πίεση έχει μια χαρακτηριστική θερμοκρασία τ. ή σημείο τήξης. Ο προσδιορισμός του σημείου τ. έχει μεγάλη σημασία στην οργανική χημεία για… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • υδράργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση·… …   Dictionary of Greek

  • ατμοποίηση — Η μετάβαση ενός σώματος από τη συμπυκνωμένη φάση (υγρό ή στερεό) στην αέρια φάση (μεταβολή φάσης πρώτου είδους). Λέγεται και εξαέρωση. Α. ενός υγρού παρατηρείται σε όλες τις θερμοκρασίες (παρ’ όλα αυτά η γλυκερίνη, το θειικό οξύ και ο υδράργυρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”